μεταβολεύς

μεταβολεύς
μεταβολ-εύς, έως, ,
A one who exchanges or barters, trafficker, huckster,

κάπηλος, παλιγκάπηλος, μεταβολεύς D.25.46

, cf. Sch.Ar.Pl. 1156.
II interpreter, paraphraser,

τῶν λέξεων Eust.1347.40

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταβολεύς — one who exchanges masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολεῖς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολῆ — μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc/acc dual μεταβολεύς one who exchanges masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολῆς — μεταβολεύς one who exchanges masc nom pl μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc pl μεταβολή change fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολέων — μεταβολεύς one who exchanges masc gen pl μεταβολέω̆ν , μεταβολεύς one who exchanges masc gen pl μεταβολή change fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολᾶς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολή change fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολῆι — μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολῇ , μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβολέως — μεταβολέω̆ς , μεταβολεύς one who exchanges masc gen sg μεταβολεύς one who exchanges masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολέας — ο (ΑM μεταβολεύς, έως) αυτός που μεταβάλλει κάτι νεοελλ. φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων» (ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας μσν. μεταφραστής,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολῇ — μεταβολῆι , μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”