μεταβολεύς — one who exchanges masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολεῖς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολῆ — μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc/acc dual μεταβολεύς one who exchanges masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολῆς — μεταβολεύς one who exchanges masc nom pl μεταβολεύς one who exchanges masc nom/voc pl μεταβολή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολέων — μεταβολεύς one who exchanges masc gen pl μεταβολέω̆ν , μεταβολεύς one who exchanges masc gen pl μεταβολή change fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολᾶς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολή change fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολῆι — μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολῇ , μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολέως — μεταβολέω̆ς , μεταβολεύς one who exchanges masc gen sg μεταβολεύς one who exchanges masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
μεταβολέας — ο (ΑM μεταβολεύς, έως) αυτός που μεταβάλλει κάτι νεοελλ. φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων» (ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας μσν. μεταφραστής,… … Dictionary of Greek
μεταβολῇ — μεταβολῆι , μεταβολεύς one who exchanges masc dat sg (epic ionic) μεταβολή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)